- πάσσω
- αττ. τ. πάττω, Α1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ' ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.)2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ' ἔπασσε», Ομ. Ιλ.)4. φρ. «πάσσω ἅλας» — αλατίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρήματος πάσσω (< *πάτ-jω) με το λατ. quatio «τινάσσω, σείω, πάλλω» δεν φαίνεται πιθανή. Μορφολογικά προβλήματα, εξάλλου, παρουσιάζει και η σχέση ανάμεσα στο ρ. πάσσω και στο αρχαϊκό πῆ και πῆν (πρβλ. δατέομαι: δῆμος, πῆμα και λατ. patior, λήθω και λατ. lateo). To ρ. πάσσω, από αρχική σημ. «πασπαλίζω, επιθέτω κάτι τριμμένο πάνω σε κάτι άλλο», αφ' ενός, περιορίστηκε στη σημ. «αλατίζω» (πρβλ. παστός [II]), αφ' ετέρου διευρύνθηκε στη σημ. «εγκατασπείρω, ενυφαίνω, διακοσμώ ιδίως με πρόσθετα στολίδια, ποικίλλω, κεντώ» (πρβλ. παστός [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.